περονάω
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
A pierce, transfix, δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145, 13.397; π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11; ἔδειξε . . τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels. ap. Origenes Cels.2.55. 2 Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180; λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66, cf. A.R. 1.722.
German (Pape)
[Seite 602] durchstechen, durchbohren, δουρὶ μέσον περόνησε, Il. 7, 145. 13, 397. – Im med. ein Kleid mit der Spange durchstechen, um es sich am Leibe über den Schultern zu befestigen, ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο, Il. 10, 133, vgl. 14, 180; einzeln bei sp. D., wie Theocr. 14, 66.
Greek (Liddell-Scott)
περονάω: (περόνη) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ μέσον περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. μέσον τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.