πολυτίμητος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
Dor. -τίμᾱτος, ον, also η, ον Ar.Pax978: (τιμάω):—
A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.Fr.319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807; ὦ π. θεοί Id.V.1001; θεώ Id.Th.594; ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu.269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra.851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d; so τὸ π. ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4. II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach.759.
German (Pape)
[Seite 674] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, theuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτίμητος: [ῑ], -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, δαπανηρός, «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.