χρυσοχοΐα
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
German (Pape)
[Seite 1383] ἡ, das Gießen, Bearbeiten des Goldes, das Gewerbe des χρυσοχόος, Lob. Phryn. p. 493.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχοΐα: ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.