λεπτόσαρκος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον,
A with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.