διακνίζω
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
A pull to pieces, ἄνθεα AP4.1.32 (Mel.), cf. Dsc.1.44, al.; make incisions in, Orib.9.40.2:—Pass., Arist.HA570a18,583b16. 2 metaph., pick to pieces (by attacking), δ. καὶ συκοφαντεῖ D.H.Dem. 35, cf. Phld.Ir.p.4 W.(dub.).
German (Pape)
[Seite 582] zerkratzen, zerreißen, Arist. u. Sp.; ἄνθεα, Mel. 1, 32 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
διακνίζω: κατακόπτω εἰς τεμάχια, δ. ἄνθεα Ἀνθ. Π. 4. 1, 32. - Παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 16, 4., 7. 3, 8. 2) μεταφ., συντρίβω διὰ λόγων δηκτικῶν (κερτομῶ), δ. καὶ συκοφαντεῖ Διον. Ἁλ. π. Δημ. 35.