διακνίζω
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
A pull to pieces, ἄνθεα AP4.1.32 (Mel.), cf. Dsc.1.44, al.; make incisions in, Orib.9.40.2:—Pass., Arist.HA570a18,583b16.
2 metaph., pick to pieces (by attacking), δ. καὶ συκοφαντεῖ D.H.Dem. 35, cf. Phld.Ir.p.4 W.(dub.).
Spanish (DGE)
1 rajar, hacer una incisión, abrir con el dedo o la uña, en v. pas., las larvas de las anguilas, Arist.HA 570a18, frutos, Thphr.HP 3.10.5
•hacer incisiones o cortes en v. pas. φοίνικες ... διακνισθέντες καὶ οἴνῳ βρεχθέντες Orib.9.40.2
•rasgar, desgarrar en v. pas., la membrana que recubre el feto, Arist.HA 583b16
•trocear ἐλάτην θλάσας καὶ διακνίσας Dsc.1.44.
2 cortar ἄνθεα AP 4.1.32 (Mel.).
3 morder el cebo, picar ἄκροισι διακνίζει στομάτεσσι δαῖτα περιξύων Opp.H.3.524.
4 fig. criticar incisivamente Esquines a Demóstenes ἔστιν ἃ διακνίζει καὶ συκοφαντεῖ D.H.Dem.35.3.
German (Pape)
[Seite 582] zerkratzen, zerreißen, Arist. u. Sp.; ἄνθεα, Mel. 1, 32 (IV, 1).
French (Bailly abrégé)
déchirer en grattant ; déchirer ; fig. déchirer par des paroles blessantes.
Étymologie: διά, κνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κνίζω afplukken.
Russian (Dvoretsky)
διακνίζω: растирать, разрывать (ἄνθεα Anth.; διακνίζεσθαι καὶ διαιρεῖσθαι Arst.).
Greek Monolingual
διακνίζω (Α) κνίζω
1. κατατεμαχίζω, κομματιάζω
2. καταρρακώνω, εξευτελίζω.
Greek Monotonic
διακνίζω: μέλ. -σω, κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
διακνίζω: κατακόπτω εἰς τεμάχια, δ. ἄνθεα Ἀνθ. Π. 4. 1, 32. - Παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 16, 4., 7. 3, 8. 2) μεταφ., συντρίβω διὰ λόγων δηκτικῶν (κερτομῶ), δ. καὶ συκοφαντεῖ Διον. Ἁλ. π. Δημ. 35.
Middle Liddell
fut. σω
to pull to pieces, Anth.