μαίανδρος
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
German (Pape)
[Seite 81] ὁ, s. nom. pr.; bei Späteren übertr. von jeder Krümmung, von einem vielfach geschlängelten Wege, von Verzierungen auf Kunstdenkmälern.
Greek Monolingual
ο (Α μαίανδρος) Μαίανδρος
1. ελιγμός παρόμοιος με τον ρου του ομώνυμου ποταμού
2. γεωμετρικό διακοσμητικό σχέδιο που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται
3. ως κύριο όν. ο Μαίανδρος
ποταμός της Καρίας, ονομαστός για τον οφιοειδή δρόμο του.