διαψεύδω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
A deceive, D.Ep.3.34:—Med., abs., And.1.42: c. acc., Plu.Fab.7. 2 Med., deny, disclaim, A.D.Synt.115.24, Pron.81.17. II cheat, [πατρίδα ἐλπίδων] Plb.3.109.12:—usu. Pass.: pf. διέψευσμαι: aor. διεψεύσθην:—to be deceived, mistaken, Isoc.5.1, D.1.22; τινός to be cheated of, deceived in a person or thing, X.Mem.4.2.27, D.23.19; τῆς ψυχῆς τινῶν πέρι Pl.Ep.351d; περί τι Arist.EN 1144a35; τι in a thing, Id.Pol.1323a33; ὑπολήψει καὶ δόξῃ Id.EN 1139b17; λογισμοῖς Plb.3.16.5: abs., μηδὲν διεψεῦσθαι BGU21i13 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 614] verstärktes simpl.; Dem. ep. 3; gew. pass., getäuscht werden, sich irren; Plat. Ep. VII, 351 d; Dem. 1, 21; Arist. Eth. 6, 6 u. sonst; λογισμοῖς Pol. 3, 16, 5; τινός, z. B. τῆς τῶν λόγων δυνάμεως, in Ansehung der Wirkung der Rede, Isocr. 5, 21. 1; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 27; Dem. 23, 19; τῆς ἀληθείας Pol. 3, 21, 5; τῶν ἐλπίδων 20, 12, u. öfter; τῶν λογισμῶν, in seiner Berechnung, Plut. Lyc. 29. – Bei Pol. 3, 109, 12 ὧν (ἐλπίδων) τὴν πατρίδα μὴ διαψευσθῆτε, mit akt. Bdtg; das pr. med. = lügen, Andoc. 1, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαψεύδω: ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Δημ. 1482. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνδοκ. 6. 38· καὶ ἐν τῷ παθ. ἀορ., Πολύβ. 3. 109, 12· ἀλλά, ΙΙ. συχνότερον διαψεύδομαι, παθ.· πρκμ. διέψευσμαι· ἀόρ. διεψεύσθην· -εἶμαι ἠπατημένος, Ἰσοκρ. 82A, Δημ. 15. 13· τινος, ἀπατῶμαι ὡς πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, Δημ. 626. 24· περί τινος Ἐπ. Πλάτ. 351D· περί τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 10· τι, εἴς τι, ἔν τινι, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 1, 4· τινι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3, 1.