ἐπίσειστος

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειστος Medium diacritics: ἐπίσειστος Low diacritics: επίσειστος Capitals: ΕΠΙΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíseistos Transliteration B: episeistos Transliteration C: episeistos Beta Code: e)pi/seistos

English (LSJ)

ον,

   A shaking or waving over the forehead, κόμη Luc. Gall.26.    2. ἐπίσειστος, ὁ, a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.

German (Pape)

[Seite 976] herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειστος: -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) ἐπίσειστος, ὁ, κωμικὸν προσωπεῖον ἔχον κόμην κρεμαμένην ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Πολυδ. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίσειστος· εἶδος κουρᾶς».