δουλογνώμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A of slavish mind, AB393, Suid. s.v. ἀνδραποδώδεις.
German (Pape)
[Seite 661] ονος, von Knechtsgesinnung, B. A. 393, neben δουλοπρεπής.
Greek (Liddell-Scott)
δουλογνώμων: -ον, ἔχων νοῦν, γνώμην, φρόνημα δούλου, Α. Β. 393.