ἀλαστέω
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
German (Pape)
[Seite 89] (ἄλαστος, eigtl. etwas nicht verschmerzen), unwillig sein, Hom. zweimal, ἀλαστήσας Il. 12, 163, ἠλάστεον 15, 21; τινί Man. 2, 183.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαστέω: (ἄλαστος) εἶμαι πλήρης ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε ἐπαλαστέω.