ἀμφίστροφος

Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A turning to and fro, quick-turning, βᾶρις ἀ. A.Supp.882 (Sch. expl. by ἀμφιέλισσα).    2 Ἀμφίστροφον, τό, at Delos, possibly a domed building, IG11(2).142.38 (iv B. C.), al.

German (Pape)

[Seite 144] v. l. Schol. Aesch. Suppl. 850, für ἀντίστροφος, erkl. ἀμφιέλισσα, von beiden Seiten gewendet, gerudert.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίστροφος: -ον, ὁ τῇδε κἀκεῖσε στρεφόμενος, ὁ ταχέως στρεφόμενος, εὔστροφος, Λατ. versatilis, βᾶρις ἀμφ. = ἀμφιέλισσα Αἰσχύλ. Ἱκ. 882. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέχθησαν μετὰ τοῦ Πόρσωνος ὁ Δινδόρφιος καὶ ὁ Ἕρμαννος (ἀντὶ τῆς κοιν. γραφ. ἀντίστροφος), ὁδηγούμενοι ἐκ τῶν εἰς τὰς Ἱκέτιδας Σχολ.: «τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην, ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν.»