ἐνθουσιάζω

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιάζω Medium diacritics: ἐνθουσιάζω Low diacritics: ενθουσιάζω Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: enthousiázō Transliteration B: enthousiazō Transliteration C: enthousiazo Beta Code: e)nqousia/zw

English (LSJ)

in Trag. always ἐνθουσιάω (also in Ph., 1.148, al.); in Pl. both forms occur (v. infr.):—

   A to be inspired or possessed by a god, to be in ecstasy, ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα A.Fr.58; ὥσπερ ἐνθουσιῶν X.Cyr.1.4.8; ἡ ψυχὴ . . ἐνθουσιάζουσα Pl.Ion535c, cf. 536b; ἐνθουσιάζοντες Id.Ap. 22c; ἐνθουσιῶντες Id.Phdr.253a; ἐνθουσιάσας Id.Tht.180c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν . . ἐνθουσιάσω Id.Phdr.241e; ὑφ' ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ Id.Phlb.15e; ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τοὺς ἀκροατάς Arist.Rh.1408b14: c. dat., ἐνθουσιᾷς τοῖς σαυτοῦ κακοῖς E.Tr. 1284; ταῖς φωναῖς -άζοντες Phld.Lib.p.4 O.; περὶ φιλοσοφίαν Plu.Cat.Ma.22; εἴς τι Ael.NA4.31; προ'ς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.4.136b.    II c. acc., inspire, ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς Herm. ap. Stob.1.49.44 codd. ἐνθουσί-ασις, εως, ἡ, = sq., Pl.Phdr.249e (pl.), Ph.2.344 (pl.), Iamb.Myst.3.6.

German (Pape)

[Seite 842] gottbegeistert sein, verzückt, außer sich sein; θείους τε εἶναι καὶ ἐνθουσιάζειν Plat. Men. 99 d; ἐνθουσιάζοντες ὥσπερ οἱ θεομάντεις Apol. 22 c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν σαφῶς ἐνθουσιάσω Phaedr. 241 e; ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινὰ ἐπαί. νοις ἢ ψόγοις, durch Lob oder Tadel aufregen, Arist. rhet. 3, 7; ἐπὶ τοῖς τῆς μητρὸς ἱεροῖς, von den Priestern der Kybele, D. Sic. 5, 49; περί τι, Plut. Cat. min. 22; εἴς τι, heftig wonach verlangen, Ael. N. A. 4, 31. – Auch trans., τινὶ ἔρωτας, mit Liebe begeistern, Hermes bei Stob. ecl. phys. p. 430. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιάζω: παρὰ Τραγ. ἀείπτε ἐνθουσιάω· παρὰ Πλάτ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι οἱ τύποι, ἴδε κατωτ. Εἶμαι ἔνθεος, κατέχομαι ὑπὸ θεοῦ, εἶμαι θεόληπτος, εὑρίσκομαι ἐν ἐκστάσει, ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα, βακχεύει στέγη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 64α· ὥσπερ ἐνθουσιῶν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἡ ψυχή... ἐνθουσιάζουσα Πλάτ. Ἴων 535C· προβλ. 536Β˙ ἐνθουσιάζοντες ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 22C·Ϗ ἐνθουσιῶντες ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 253Α· ἐνθουσιάσας ὁ αὐτ. Θεαίτ. 180C· ὑπὸ τῶν Νυμφῶν... ἐνθουσιάσω ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 241Ε· ὑφ’ ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ ὁ αὐτ. Φίλ. 15Ε· ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 7. 11: - μετὰ δοτ., ἐνθουσιᾷς τοῖς σαυτοῦ κακοῖς Εὐρ. Τρῳ. 1284· περί τι Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 22· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 4. 31. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐμπνέω, ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς Ἑρμῆς Τρισμέγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. Φυσικ. Βιβλ. 1, σ. 930· πρβλ. 942.