παναγής
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ές,
A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20. II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.
German (Pape)
[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.