ἐπαρήγω
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
A come to aid, help, τινί Il.23.783, Od.13.391, E.El.1350 (anap.), Ar.V.402: abs., νῦν ἐπάρηξον A.Ch.725 (anap.); οὑπαρήξων S.El.1197; also in Prose, X.Cyr.6.4.18, LXX 2 Ma.13.17.
German (Pape)
[Seite 904] zu Hülfe kommen, beistehen, Il. 23, 783 Od. 13, 391; in tmesi, Il. 1, 408; Aesch. Ch. 714; Soph. u. A.; Xen. Cyr. 6, 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρήγω: μέλλ. -ξω, ἐπιβοηθῶ, Ὀδυσῆϊ παρίσταται, ἠδ’ ἐπαρήγει Ἰλ. Ψ. 783· ὅτε μοι πρόφρασσ’ ἐπαρήγοις Ὀδ. Ν. 391, Εὐρ. Ἠλ. 1350, Ἀριστοφ. Σφ. 402· ἀπόλ., νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725· οὑπαρήξων, ὁ ἐπαρήξων, ὁ ἐπιβοηθήσων, Σοφ. Ἠλ. 1197· ὡσαύτως παρὰ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18.