ἀποσπάδιος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰδ], α, ον, (ἀποσπάω)
A torn off or away from, τινός Orph.H.18.13; τὸ ἀ. = ἀπόσπασμα, AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 325] abgerissen, Orph. H. 18; σταφυλῆς Philipp. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάδιος: -η, -ον, (ἀποσπάω) ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τινος, λειμῶνος ἀποσπαδίην Ὀρφ. Ὓμν. 18. 13: τὸ ἀποσπάδιον = ἀπόσπασμα Ἀνθ. Π. 6. 102.