βριάω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
(βρῖ)
A make strong and mighty, Hes.Th.447. II intr., to be strong, βριάων Opp.H.5.96: in both senses, [Ζεὺς] ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5.
German (Pape)
[Seite 463] 1) stark machen, Hes. O. 5 Th. 447. – 2) intrans., stark sein, Hes. O. 5, 96.
Greek (Liddell-Scott)
βριάω: (βρῖ) κάμνω τινὰ ἰσχυρὸν καὶ δυνατόν, βριάει Ἡσ. Θ. 447. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἰσχυρός, βριάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 96. ― Ὁ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5 συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, ἐπὶ τοῦ Διός.