διεγγύησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A giving bail or security, D.24.73, IG11(2).287A136 (Delos, iii B. C.), D.Chr.11.18 (pl.). II giving bail for production, τοῦ σώματος D.H.11.32.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, das Verbürgen, Dem. 24, 73; nach Harpocr. κατάστασις τῶν ἐγγυητῶν; Verpfändung, Dion. Hal. 11, 32, τοῦ σώματος.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις, ἡ δι’ αὐτῆς ἀπαλλαγή, Δημ. 724. 6, ἴδε Att. Process. σ. 521. ΙΙ. ὑπόσχεσις, Διον. Ἁλ. 11. 32.