διεγγύησις
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A giving bail or security, D.24.73, IG11(2).287A136 (Delos, iii B. C.), D.Chr.11.18 (pl.).
II giving bail for production, τοῦ σώματος D.H.11.32.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fianza, aval, garantía por condenados en juicio, D.24.73, SB 9798.14 (III a.C.), τὰς διενγυήσεις τῶν ἐπικλήτων TAM 2.508.24 (Pinara I a.C.) en Bull.Epigr.1944.171, δ. τῶν εἰς δουλείαν ἀγομένων D.H.11.31, cf. 32, 46, D.Chr.11.18, Hsch., en arrendamientos y otras transacciones τὰ σύμβολα τῆς διεγγυήσεως UPZ 112.3.6 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.136 (Delos III a.C.), PLille 59.52, PPetr.3.58(e).1.1 (ambos III a.C.), UPZ 217.9 (II a.C.), πέτευρον τᾷ ἱερᾷ συγγραφῇ καὶ τὰς διεγγυήσεσι τῶν τεμενῶν ID 372A.103, cf. 338Aa.19, 354.61, IG 11(2).287A.42 (todas III a.C.).
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, das Verbürgen, Dem. 24, 73; nach Harpocr. κατάστασις τῶν ἐγγυητῶν; Verpfändung, Dion. Hal. 11, 32, τοῦ σώματος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 délivrance d'une caution;
2 rachat, libération.
Étymologie: διεγγυάω.
Russian (Dvoretsky)
διεγγύησις: εως ἡ внесение залога, поручительство Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις, ἡ δι’ αὐτῆς ἀπαλλαγή, Δημ. 724. 6, ἴδε Att. Process. σ. 521. ΙΙ. ὑπόσχεσις, Διον. Ἁλ. 11. 32.
Greek Monotonic
διεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.
Middle Liddell
διεγγύησις, εως [from διεγγυάω n
a giving of bail, Dem.