θειασμός
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ὁ,
A superstition, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, of Nicias, Th.7.50. II inspiration, frenzy, θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, Begeisterung, Prophezeihung in der Begeisterung, Sp., wie D. Hal. 7, 68. Bes. Aberglaube; vom Nicias heißt es, er sei ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, Thuc. 7, 50; vgl. Plut. de Herod. malign. 2 Nic. 4.
Greek (Liddell-Scott)
θειασμός: ἔμπνευσις θεία, ἐνθουσιασμός, μαντεία, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.