περιτροπάδην
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A by rounding up, A.R.2.143.
German (Pape)
[Seite 597] adv., umwendend, wegtreibend, Ap. Rh. 2, 143.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροπάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., ἤδη δ’ ἄσπετα μῆλα περιτροπάδην ἐτάμοντο, «περιτρέποντες, ἐπὶ τὴν ναῦν ἐλαύνοντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 143.