ἀπόγειος
English (LSJ)
α, ον, (γῆ)
A from land, coming off land, ἄνεμοι, πνεῦμα, Arist.Mu.394b14, Mete.363a1, cf. Thphr.CP2.3.1; ἡ ἀ. (sc. αὔρα) landbreeze, Arist.Pr.940b24; αἱ ἀπόγεαι ib.945a4; τὰ ἀ. ib.940b18. 2 ἀπόγαιον or ἀπόγειον, τό, mooring cable, Plb.33.9.6, Luc.VH1.42, Polem.Call.26, Lib.Or.59.139, 61.21, etc.; in full, ἀπόγεια (-γυια cod.) σχοινία Hsch. s.v. γύαια; cf. ἀπόγυον. II far from the earth, Plu.2.933b, cf. Olymp.in Mete.10.14,al.: Comp., Cleom.2.6, Ptol.Alm.9.1: Sup., Theo Sm.p.157 H.; τὸ ἀ. (sc. σημεῖον), in Astronomy, a planet's greatest distance from the earth, apogee, Ptol. Alm.3.3. 2 from the shore, Luc.Lex.15.
German (Pape)
[Seite 298] (γῆ), = ἀπόγαιος, 1) vom Lande her, vom Winde, Arist. mund. 4, 10, oft. – 2) fern der Erde, in der Erdferne, vom Monde gesagt, Plut. fac. orb. lun. 20. – 3) τὰ ἀπόγεια, die Schiffstaue (s. ἀπόγαια), Luc. Hermot. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγειος: -ον, (γῆ) ἀπὸ τῆς γῆς, ἐπὶ ἀνέμων, ὁ πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἄνεμοι, πνεῦμα, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 10, Μετεωρ. 2. 5, 18: - ἡ ἀπογεία (ἐνν. αὔρα), ἐλαφρὸς ἄνεμος πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Ἀριστ. Πρβλ. 25, 5· ἀλλ’, αἱ ἀπογέαι, αὐτόθι, 40· ὡσαύτως, τὰ ἀπόγεια αὐτόθι 26. 4, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 473. 2) ἀπόγαιον ἢ ἀπόγειον, το, κάλως, χονδρὸν σχοινίον, κοινῶς «παλαμάρι», δι’ οὗ τὸ πλοῖον προσδένεται εἰς τὴν ξηράν, Πολύβ. 33. 7, 6, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 42, κτλ.· ἀλλ’ ἴσως ἀπόγυον εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος, ὡς ἐν Βοικχίου Urkunden σ. 162, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. (ἐκ χειρογρ.) ἐν Πολυδ. Α΄, 93, 104. II. ὁ μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, Πλούτ. 2. 933Β, Λουκ. Λεξιφ. 15· τὸ ἀπόγειον (ἐνν. διάστημα) ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ, ἡ μεγίστη ἀπόστασις πλανήτου τινὸς ἀπὸ τῆς γῆς, Πτολεμ.