σμύρις

From LSJ
Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμύρις Medium diacritics: σμύρις Low diacritics: σμύρις Capitals: ΣΜΥΡΙΣ
Transliteration A: smýris Transliteration B: smyris Transliteration C: smyris Beta Code: smu/ris

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A emery-powder, used by lapidaries, Dsc.5.147; σμίρις v.l. in Dsc. l.c., Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 s.v. λίθοι; σμιρίς, ἡ, Hsch., Aët.2.26; gen.σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. ζμιρριεῖα: —also σμιρίτης [ῑτ] λίθος, ὁ, LXX Jb.41.7 (v.l. σμιριτος).

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.

Greek (Liddell-Scott)

σμύρις: -ιδος. ἡ, κόνις πέτρας σκληρᾶς σιδηροχάλκου ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν οἱ λιθοξόοι καὶ τῶν πολυτίμων λίθων ἐργάται, Διοσκ. 5. 165· σμιρὶς παρ’ Ἡσυχ., ὃ ἴδε· - ὡσαύτως σμῠρίτης λίθος ὁ, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 7).