κομμωτής
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A dresser, esp. hairdresser, in pl., Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῦς τῆς τραγῳδίας κομμωταί Plu.2.348f: abs., Gal.Thras.35.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Schmückende, Putzende, Schminkende; τῆς τραγῳδίας Plut. de glor. Ath. 6; τῆς δεσποίνης Luc. merc. cond. 32.
Greek (Liddell-Scott)
κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλύνων, καλλωπιστής, τινος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 32, Πλούτ. 2. 348Ε.