ἄμυξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀμύσσω)
A tearing, rending, mangling, Orph.A.24, Ach.Tat.8.4; scarification, Antyll. ap. Orib.7.16.1; irritation, Cass. Pr.62.
German (Pape)
[Seite 132] ἡ, das Zerkratzen, Zerreißen, Orph. Arg. 24. Bei den Aerzten das Schröpfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυξις: -εως, ἡ, (ἀμύσσω) σχίσιμον, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός, Ὀρφ. Ἀργ. 24: - ἐγχάραξις, τομὴ δι’ ἐγχαράξεως, σκαριφισμός, Ἄντυλλ. παρ’ Ἰατρ. ἔκδ. Ματθ. σ. 139.