σκαριφισμός
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, das Aufkratzen od. Aufritzen, insbes. ein leichter, flüchtiger Entwurf, ein oberflächliches Gekritzel; λογων σκαριφισμοί, Ar. Ran. 1493, subtiles Geschwätz, das aus nichtswürdigen Kleinigkeiten etwas Großes macht, Spitzfindelei, οἷον σκαρισμοὶ καὶ λεπτολογίαι, σκιαγραφίαι, Schol.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de gratter superficiellement ; esquisse superficielle ; futilité, puérilité.
Étymologie: σκάριφος.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰρῑφισμός: ὁ досл. поскребывание, перен. придирка: σκαριφισμοὶ λήρων Arph. словесные ухищрения.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰρῑφισμός: ὁ, τὸ ἐπιξέειν, ἐπίξεσις, σκαριφισμοί λήρων, μικραὶ ἐπικρίσεις, μικρὰ σοφίσματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1497, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.·ὡσαύτως σκαριφηθμοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 630, Φώτ.· - εύματα, Σουΐδ.· ίσματα, Ἡσύχ. ἐν λ. σκαλαθυρμάτια.
Greek Monolingual
ο, Ν σκαριφίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο
2. ιατρ. σκαριφησμός
3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή του δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη της κλάσης ηλικίας ενός ατόμου, της κοινωνικής του θέσης και λειτουργίας.
Greek Monotonic
σκᾰρῑφισμός: ὁ, επίξεση, ξύσιμο· σκαριφισμοὶ λήρων, σύντομες επικρίσεις, σύντομα λογοπαίγνια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σκᾰρῑφισμός, οῦ, ὁ,
a scratching up, σκαριφισμοὶ λήρων small criticisms, petty quibbles, Ar.