ἀντιδιατίθημι

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιατίθημι Medium diacritics: ἀντιδιατίθημι Low diacritics: αντιδιατίθημι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: antidiatíthēmi Transliteration B: antidiatithēmi Transliteration C: antidiatithimi Beta Code: a)ntidiati/qhmi

English (LSJ)

   A retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.

German (Pape)

[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.