τράφηξ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
[ᾰ], ηκος, ὁ,
A beam in framework of ἑλέπολις, Bito 53.4. 2 spear, Lyc.1001. 3 baker's board, EM764.35:—so perh. in Lyc.641 (unless the sense is more general, v. Sch.). 4 handle of an oar, Hsch. s.v. τρόπηκος; or gunwale on which the rowlocks are fixed, IG22.1604.40 (iv B. C.), EM764.36.—τράφηξ seems to be the true form; but τράπηξ, τρόπηξ, τροφῆς are found in cod. of Hsch.
German (Pape)
[Seite 1135] ὁ, = τράπηξ, Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, auch τὸ δόρυ erkl., u. σκόλοψ, χάραξ.
Greek (Liddell-Scott)
τράφηξ: ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, δοκός, σανίς, ἢ τεμάχιον ξύλου, 1) = χάραξ, «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) δόρυ, τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) πλατεῖα σανὶς ἔνθα τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «κυρίως ἡ ὑπόπλατυς σανίς, ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» (εἶδος πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ ξύλον ἔνθα τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― τράφηξ φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι τράπηξ, τρόπηξ, τροφῆς.