κόμμι

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμμῐ Medium diacritics: κόμμι Low diacritics: κόμμι Capitals: ΚΟΜΜΙ
Transliteration A: kómmi Transliteration B: kommi Transliteration C: kommi Beta Code: ko/mmi

English (LSJ)

τό,

   A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.