δικαίωμα

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh.1359a25; duty, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN1135a13: hence,    a judgement, penalty, Pl.Lg.864e.    b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael.279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.    c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 (Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.    d act of δικαίὠσις 1.3, Ep.Rom.5.16.    II ordinance, decree, LXX Ge.26.5, Ex.15.26 (pl.), al., Ep.Rom.1.32, 2.26 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 627] τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Ggstz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Uebh. das Recht, was das Gesetz fordert, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαίωμα: τό, πρᾶξις δικαιοσύνης, ἀντίθ. ἀδίκημα, Ἀριστ. Ρητ. 1.13,1· -ἀλλά, κυρίως, ἐπανόρθωσις ἀδικήματος (τὸ δὲ ἄλλο εἶνε δικαιοπράγημα), ὁ αὐτ. Ἡθ.Ν. 5.7, 7· -ἐντεῦθεν, α) κρίσις, τιμωρία, ποινή, ζημία, Πλάτ. Νόμ. 864Ε. β) δικαίωσις, ἀξίωσις, ἀπαίτησις, Θουκ. 1.41, Ἰσοκρ. 121Α, Ἀριστ. Οὐρ. 1.10,1· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων Ἀποσπ. 569, 571· ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. Ἐπ. α΄,16. ΙΙ. διαταγή, ἀπόφασις, Ἑβδ. (Γεν. κς΄, 5, Ἐξόδ. ιε΄,26 κ. ἀλλ), Ἐπ. π. Ρωμ. α.32, δ.26, κ. ἀλλ.