ἐπιμύλιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμῠλιος Medium diacritics: ἐπιμύλιος Low diacritics: επιμύλιος Capitals: ΕΠΙΜΥΛΙΟΣ
Transliteration A: epimýlios Transliteration B: epimylios Transliteration C: epimylios Beta Code: e)pimu/lios

English (LSJ)

ον,

   A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185.    2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.).    II. as Subst.,    1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6.    2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.

German (Pape)

[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.