ῥιγόω
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
fut.
A -ώσω X.Mem.2.1.17, Ep. inf. -ωσέμεν Od. 14.481: aor. ἐρρίγωσα Hp.Epid.3.1.σ, (ἐν-) Ar.Pl.846: pf. ἐρριγωκότες Thphr.Ign.74 (vv. ll. ἐρριγότες, ἐρριγνωκότες), Gal.11.556.—Like ἱδρόω, has an irreg. contr. into ω, ῳ, for ου, οι, 3sg. subj. ῥιγῷ Pl.Grg. 517d, cj. in Phd.85a; opt. ῥιγῴη Hp.Int.10, Plu.2.233a; inf. ῥιγῶν Ar.Ach.1146, V.446, Av.935, Pl.R.440c, X.Cyr.5.1.11; part. fem. ῥιγῶσα Semon.7.26, but acc. masc. ῥιγοῦντα Phld.Vit.p.22J.:—to be cold, shiver, Od.14.481, Hdt.5.92.ή, Hp.VM16, etc.; though several forms may belong either to this word or to ῥιγέω, as ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ar.Ach.857, cf.Nu.416, Crates Com.33, Pl.Grg.517d.
German (Pape)
[Seite 842] inf. ῥιγῶν, Ar. Ach. 1111 Vesp. 446 Av. 935, auch ῥιγοῦν, Nubb. 441, Plat. Rep. IV, 440 d (nach den Atticisten hellenistisch); fem. partic. ῥιγῶσα, Simonds. mul. 29; conj. ῥιγῷ (3. Pers. für ῥιγοῖ), Plat. Gorg. 507 d; opt. ῥιγῴην, vgl. Piers. zu Moer. 339; – frieren, Kälte empfinden, von Frost leiden, Od. 14, 481; ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν, Ar. Ach. 822; ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι, Xen. Mem. 2, 1, 17; Folgde; ῥιγοῦντα, Plut. Aristid. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγόω: μέλλ. -ώσω Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17, Ἐπικ. ἀπαρέμφ. -ωσέμεν Ὀδ. Ξ. 481˙ - ἀόρ. ἐρρίγωσα Ἱππ. 1073 Η, (ἐν-) Ἀριστοφ. Πλ. 846˙ -πρκμ. ἐρρίγωσα Θεοφρ. π. Πυρὸς 74 (κατὰ τὰ Ἀντίγραφ.). - Τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς τὸ ἱδρόω, ἔχει ἀνώμαλον συναίρεσιν εἰς ω, ῳ, ἀντὶ ου, οι, ὡς γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ῥιγῷ Πλάτ. Γοργ. 517D, Φαίδων 85 Α (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ῥιγοῖ)˙ εὐκτ. ῥιγῴη Ἱππ. 337. 34, Πλούτ. 2. 233 Α˙ ἀπαρ. ῥιγῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1146, Σφ. 446, Ὄρν. 935 (ἂν καὶ ὑπάρχει διάφ. γραφὴ ῥιγοῦν παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Νεφ. 442, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 440C, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 10)˙ μετοχ. θηλ. ῥιγῶσα Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 26˙ αἰτ. ῥιγῶντα Κράτης ἐν «Τόλμαις» 1. Σημαίνει δὲ ὡς καὶ τὸ ῥιγέω, 1, κρυώνω, τρέμω ἐκ τοῦ ψύχους ἢ ἐκ τοῦ παγετοῦ, Ὀδ. Ξ. 481, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, π. Ἀέρ. 282, καὶ Ἀττ.˙ συχνάκις ὅμως οἱ τύποι δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἑκάτερον ῥῆμα εἴς τε τὸ ῥιγόω καὶ τὸ ῥιγέω, ὡς ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 857, πρβλ. Νεφ. 416, Πλάτ. Γοργ. 517D.