χαλκεύω

From LSJ
Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεύω Medium diacritics: χαλκεύω Low diacritics: χαλκεύω Capitals: ΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: chalkeúō Transliteration B: chalkeuō Transliteration C: chalkeyo Beta Code: xalkeu/w

English (LSJ)

   A make of copper or bronze or (generally) of metal, forge, δαίδαλα πολλά Il.18.400; ξίφος S.Aj.1034, etc.; τὸν χαλκέα αὐτὸν χ. work him on the anvil, Pl.Euthd.301d: metaph., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86: in Med. sense, πέδας χαλκεύεται αὑτῷ Thgn.539; χαλκεύεσθε μηνίσκους φορεῖν Ar.Av.1114 (troch.); ἐχαλκεύσατο κράνη . . ὁλοσίδηρα Plu.Cam.40:—Pass., to be wrought or forged, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται Pi.Fr.123.4; ἀφ' ὁπόσων ταλάντων κεχ. at the cost of... Luc.JTr.11; τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων D.S.17.58: metaph., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [ταῦτα] these arms are being forged against... Ar.Eq.469; also of the victims in Phalaris' bull, Phalar.Ep.113.    II abs., to be a smith, Ar.Pl.163,513 (anap.), Th.3.88, Pl.R.396a; τὸ χαλκεύειν the smith's art, X.Mem.4.2.22.

German (Pape)

[Seite 1330] 1) trans., in od. aus Erz, Kupfer od. Metall arbeiten, schmieden; Il. 18, 400; ἆρ' οὐκ Ἐρινὺς τοῦτ' ἐχάλκευσε ξίφος Soph. Ai. 1013; med., πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Theogn. 519, wie Plut. Cam. 40; – übtr., γλῶσσαν Pind. P. 1, 86. – 2) intrans., ein Schmied sein; Ar. Plut. 163. 513; Plat. Legg. VIII, 846 e u. öfter; Thuc. 3, 88; Xen. Mem. 4, 2,22; Pol. 10, 20, 6 u. Sp., wie Luc. abdic. 22.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεύω: κατασκευάζω ἐκ χαλκοῦ, ἢ (καθόλου) ἐκ μετάλλου, κατεργάζομαι διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τῆς σφύρας, δαίδαλα πολλὰ Ἰλ. Σ. 400· ξίφος Σοφ. Αἴ. 1034, Πλάτ., κλπ.· ἐὰν τὸν χαλκέα τις αὐτὸν χαλκεύσῃ Πλάτ. Εὐθύδ. 301D· μεταφορ., ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Πινδ. Π. 1. 167· ― ἐπὶ μέσης ἀκριβῶς σημασίας, πέδας χαλκεύεται αὐτῷ Θέογν. 539· χαλκεύεσθαι μηνίσκους φορεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1114· ἐχαλκεύσατο κράνη... ὁλοσίδηρα Πλουτ. Κάμιλ. 40. ― Παθ., κατεργάζομαι, σφυρηλατοῦμαι, διαπλάττομαι, ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται Πινδ. Ἀποσπ. 88 ἀφ’ ὁπόσων ταλάτων κεχ., ἀντὶ πόσων ταλάντων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 11· τῶν κεχαλκευμένων πρὸς ἀπώλειαν ὅπλων Διόδ. 17. 58· μεταφορ., ἐπὶ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται [[[ταῦτα]]], τὰ ὅπλα ταῦτα κατασκευάζονται ἐναντίον τῶν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 469. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι σιδηρουργός, ἐργάζομαι ὡς σιδηρουργός, χειρίζομαι τὴν σφῦραν, Ξεν. Ἀπομν. 163, 513, Θουκ. 3. 88, Πλάτ. Πολ. 396Α· τὸ χαλκεύειν, ἡ τέχνη, τὸ ἔργον τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.