ἐγκέντρισις
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
εως, ἡ,
A inoculation or grafting of trees, Colum. 3.9.6, Jul.Ep.180 (pl.).
German (Pape)
[Seite 707] ἡ, das Pfropfen der Bäume, Columell. 3, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέντρισις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκεντρίζειν, ἐμβολιάζειν, ἐμβολίασμα τῶν δένδρων, Ἰουλιαν. σ. 34· οὕτως, ἐγκεντρισμός, ὁ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 2, Γεωπ. 4. 12.