ἀπερύω
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
[ῠ],
A tear off from, ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.134; πόρτιν μητρὸς ἀπειρύσσαντες Q.S.14.259:—Med.,AP7.730 (Pers.)(tm.).
German (Pape)
[Seite 288] (s. ἐρύω), abziehen, in tmesi Od. 14, 184.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερύω: ἀποσπῶ ἀπό τινος (ἐν τμήσει), ῥινὸν ὀστεόφιν ἐρύσαι «ἑλκύσαι, ἀποσπάσαι» (Σχολ.) Ὀδ. Ξ. 134· ἠΰτε πόρτιν… μητρὸς ἀπειρύσσαντες, ἀποσπάσαντες, Κόϊντ. Σμ. 14. 259: - Μέσ., Ἀνθ. ΙΙ. 7. 730. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐρύω].