ἐξαλίνδω
English (LSJ)
only aor. part. ἐξαλίσας [ῑ], pf. ἐξήλῑκα:—
A roll out or thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.Nu.32 (cf. X.Oec.11.18); to which Strepsiades retorts, ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.Nu.33.
German (Pape)
[Seite 866] sich auswälzen, austummeln lassen, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε Ar. Nubb. 32; Xen. Oec. 11, 18; komisch ἐξήλικάς με ἐκ τῶν ἐμῶν, du hast mich aus Hab und Gut herausgetummelt, Ar. Nubb. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλίνδω: τοῦ ῥήματος τούτου εὑρίσκομεν μόνον μετοχ. ἀορ. ἐξαλίσας ῑ καὶ πρκμ. ἐξήλῑκα, ποιῶ τι ἐκκυλισθῆναι, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε, πήγαινε τὸν ἵππον εἰς τὴν οἰκίαν, ἀφοῦ πρῶτον τὸν βάλῃς νὰ κυλισθῇ ἐπὶ τῆς ἀλινδήθρας, Ἀριστοφ. Νεφ. 32, (πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 18)· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ: ἐξήλικας ἐμέ γ’ ἐκ τῶν ἐμῶν, μὲ ἐκύλισας ἔξω τῆς περιουσίας μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 33. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀλίνδω.