ἐρευθήεις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
εσσα, εν,
A red, A.R.1.727, Nic. Th.899 (v.l. -ιόεις).
German (Pape)
[Seite 1026] εσσα, εν, roth, Ap. Rh. 1, 727; Nic. Th. 899, v. l. ἐρευθηΐς, ίδος, als fem. dazu.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθήεις: εσσα, εν, ἐρυθρός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 727, Νικ. Θ. 899 (διαφ. γραφ. -ηΐς).