ἡμερεύω
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
A spend the day, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ X.HG5.4.3; ἐν τῇ ἀγορᾷ D.44.4; πρὸς πῦρ X.Oec.4.2; ἐν πόνοισιν E.Fr.525 codd.: abs., to travel the whole day, A.Ch.710. 2 pass one's days, ἕκηλα ἡ. S.El.787:—Med., δίαιταν ἥντιν' ἡμερεύεται dub. l. in E.Fr.812.6. 3 work by day, PLond.3.1177.78 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1165] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν, διημερεύω, ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· πρός πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 (ἔνθα τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) διέρχομαι τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - οὕτως ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.