συναρωγός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
όν,
A helper, h.Mart.4, AP6.259 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰρωγός: -όν, συμβοηθός, συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3.