προλημματισμός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

German (Pape)

[Seite 733] ὁ, im Gesange eine eigenthümliche Uebung, Bryen. 3, 3. Vgl. προκρουσμός und πρόληψις.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»].