κάδδος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A = κάδος (q.v.). καδδρᾰθέτην, v. καταδαρθάνω. καδδῦσαι, Ep. nom. pl. fem. aor. 2 part. Act. of καταδύω. κᾱδεστής, Dor. for κηδεστής. κάδης· ἁγιασμός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, = κάδος, Gefäß zum Stimmensammeln, lakon., s. καδδίζω.