ὑπομονητικός

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

German (Pape)

[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.