ἀντικατασκευάζω
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
A establish instead, D.H.1.5. 2 'paint in the opposite colours', πολλὰ τῶν ἀδίκων J.AJ16.7.1. 3 prepare in opposition, D.C.49.37, 77.15.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen ausrüsten, ὑπολήψεις τὰς ἀληθεῖς, bekräftigen, Dion. Hal. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατασκευάζω: ἀντικαθίστημι, Διον. Ἁλ. 1. 5, κατασκευάζω τι ἐναντίον ἄλλου κατασκευάσαντος, οἱ βάρβαροι μονόξυλα πλοῖα ἀντικατασκευάσαντες, ἐναντίον τῶν πλοίων τοῦ Καίσαρος, Δίων Κ. 49. 37.