ἀντικατασκευάζω

Revision as of 10:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A establish instead, D.H.1.5.    2 'paint in the opposite colours', πολλὰ τῶν ἀδίκων J.AJ16.7.1.    3 prepare in opposition, D.C.49.37, 77.15.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen ausrüsten, ὑπολήψεις τὰς ἀληθεῖς, bekräftigen, Dion. Hal. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατασκευάζω: ἀντικαθίστημι, Διον. Ἁλ. 1. 5, κατασκευάζω τι ἐναντίον ἄλλου κατασκευάσαντος, οἱ βάρβαροι μονόξυλα πλοῖα ἀντικατασκευάσαντες, ἐναντίον τῶν πλοίων τοῦ Καίσαρος, Δίων Κ. 49. 37.