ἀποκλύζω
English (LSJ)
A wash off, [πίσσαν] εἰς οἶνον Erasistr. ap. Philum.Ven.17.12: metaph., τὸν λόγον ἀ. τῆς ψυχῆς Plu.Cic.32; wash clean, σέρεις Diog.Ep.32.1; ἔρια PHolm.27.2; rinse the mouth, Gp.14.17.5:— Pass., Thphr.HP8.6.5, Arist.Mu.397a34. II in Med., D.S.4.51: metaph., ποτίμφ λόγῳ ἀλμυρὰν ἀκοὴν ἀ. Pl.Phdr.243d: hence, avert by purifications, ὄνειρον Ar.Ra.1340.
German (Pape)
[Seite 307] ab-, wegspülen, ὄνειρον ἀποκλύσω Ar. Ran. 1340; med. ἀποκλύσασθαι, Plat. Phaedr. 243 d, wie Arist.; Plut. Cic. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπλύνω, ὅταν… ὕδωρ ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 6: ― Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 12. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπ., Διόδ. 4. 51· μεταφ., ποτίμῳ λόγῳ… ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 243D: ― ἐντεῦθεν, ἀποτρέπω διὰ καθαρμῶν, ὄνειρον Ἀριστοφ. Βατρ. 1340.