ψηλαφητός
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be felt, σκότος LXX.Ex.10.21 (so ψηλαφῆσαι σκότος ib.Jb.12.25).
German (Pape)
[Seite 1396] adj. verb. von ψηλαφάω, 1) berührt, betastet, betappt. – 2) durch Berühren, Betasten erkannt, erkennbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλᾰφητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν σκότος, ὅταν ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ ὅπως εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν σκότος αὐτόθι (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501.