βίβλινος

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βίβλινος Medium diacritics: βίβλινος Low diacritics: βίβλινος Capitals: ΒΙΒΛΙΝΟΣ
Transliteration A: bíblinos Transliteration B: biblinos Transliteration C: vivlinos Beta Code: bi/blinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of βίβλος (βύβλος), BGU544.4 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 444] οἶνος, Hes. O. 589; πῶμα Eur. Ion. 1195; Theocr. 14, 15; nach Ath. I, 31 a von den Biblinischen Bergen in Thracien; nach Göttling zu Hes. starker Wein aus getrockneten Weinbeeren (βίβλος).

Greek (Liddell-Scott)

βίβλινος: οἶνος, ὁ, κληθεὶς οὕτως, ὡς λέγεται, ἔκ τινος μέρους τῆς Θρᾷκης, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 587, Θεοκρ. 14. 15, Ἀθήν. 1. 34· γράφεται Βύβλινος ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1195· καὶ ἴσως ἁ βυβλία καὶ ἁ βυβλίνα μασχάλα ἐν τῇ Κρητ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 58, 92) σημαίνουσι τὸν ἀμπελῶνα.