παλαιότροπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.
German (Pape)
[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.