Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: συμβρύκω | Medium diacritics: συμβρύκω | Low diacritics: συμβρύκω | Capitals: ΣΥΜΒΡΥΚΩ |
Transliteration A: symbrýkō | Transliteration B: symbrykō | Transliteration C: symvryko | Beta Code: sumbru/kw |
[ῡ],
A gnash, ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Iamb.VP31.194.
[Seite 980] τοὺς ὀδόντας, die Zähne zusammenbeißen, Iambl. V. P. 194.
συμβρύκω: [ῡ], τρίζω, συγκρούω, συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.