συνέπεια

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπεια Medium diacritics: συνέπεια Low diacritics: συνέπεια Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΑ
Transliteration A: synépeia Transliteration B: synepeia Transliteration C: synepeia Beta Code: sune/peia

English (LSJ)

ἡ, (ἔπος)

   A connexion of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.

German (Pape)

[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.