τρίζυξ
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
German (Pape)
[Seite 1142] υγος, dreijochig, dreispännig, übh. dreifach; κασίγνητος, Archi. 9 (VI, 181); Antp. Sid. 35 (Plan. 220); θεαί, die drei Chariten in eine Gruppe verbunden.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
τρίζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. δί-ζυξ].